- ωραιοπρόσωπος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει ωραίο πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος + -πρόσωπος (< πρόσωπο). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σοφ. Καρύδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωραιοπρόσωπος — η, ο αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek